- εγκοίλιος
- ος , ον брюшной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκοίλιος — ο (AM ἐγκοίλιος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια (για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς τού πλοίου, οι πλευρές, νομείς αρχ. εντόσθια … Dictionary of Greek
ἐγκοίλιον — ἐγκοίλιος in the belly masc/fem acc sg ἐγκοίλιος in the belly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοιλίους — ἐγκοίλιος in the belly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοιλίων — ἐγκοίλιος in the belly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοίλια — ἐγκοίλιος in the belly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)